Θεσσαλονίκη, 17 Νοεμβρίου 1973: Μία προσωπική μαρτυρία.

Η κατάληψη

Η αναταραχή είχε αρχίσει πιο πριν. Στην Αθήνα ήταν η κατάληψη της Νομικής, στη Θεσ/νίκη ήταν η μαζική ανοικτή συγκέντρωση στην πλατεία μπροστά από το Χημείο. Πολλοί φοιτητές, περισσότεροι του αναμενόμενου και αυτό βοήθησε το ηθικό. Συνθήματα και κόντρες με εγκάθετους και πράκτορες της ασφάλειας, πρωτόγνωρη για μένα εμπειρία.

Περνά λίγος καιρός. Στις φοιτητοπαρέες εντείνονται οι συζητήσεις και ζυμώσεις για τις φοιτητικές εκλογές, για το ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν και πως θα οργανωθεί καλύτερα ο προοδευτικός χώρος. Υπάρχει ένα κλίμα ενθουσιασμού και ανυπομονησίας.

Στην Αθήνα ξεκινά η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Με μικρή καθυστέρηση ακολουθεί η κατάληψη της Πολυτεχνικής στη Θεσ/νίκη.  Το μαθαίνουμε αμέσως και έτσι η παρέα μου, γιατροί και αρχιτέκτονες, ξεκινά το πρωί της Παρασκευής 17/11 από την Βασ. Όλγας για το Πολυτεχνείο.

Αρκετοί φοιτητές είναι ήδη μέσα. Η κεντρική είσοδος κλειστή. Μπαίνουμε από την πίσω πλευρά, που βλέπει προς το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, μέσω μία μικρής πόρτας υπό τις επιδοκιμασίες των συναδέλφων που είναι μέσα και αυτών που στέκονται ακόμα έξω.

Κλίμα ενθουσιασμού. Φωνάζουμε συνθήματα, συζητάμε σε πηγαδάκια, χαιρετάμε χαρούμενοι γνωστούς συμφοιτητές. Ένας μεγάλος χώρος , όχι αμφιθέατρο, προς την πίσω πλευρά του κτιρίου φιλοξενεί τη συνέλευση. Πύρινοι λόγοι από άγνωστους σε μένα φοιτητές. Ορίζονται συνελεύσεις σχολών.

Οι φίλοι μου της αρχιτεκτονικής βγαίνουν έξω για να μαζέψουν τρόφιμα και χρήματα. Γυρνούν ενθουσιασμένοι από την προθυμία του κόσμου για βοήθεια. Το γεγονός μας εμψυχώνει.

Συνέλευση της ιατρικής. Στο προεδρείο άγνωστοι μου συμφοιτητές αγορεύουν και τσακώνονται για ώρα σχετικά με το αν μπορούν οι φοιτητές να κάνουν επανάσταση. Ακούω για Φιλιππίνες και άλλα εξωτικά. Παίρνω το λόγο και δηλώνω ότι δεν έχει ενδιαφέρον αυτή η συζήτηση. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αύριο να φύγουμε από το Πολυτεχνείο και να πάμε να καταλάβουμε τη Βιομηχανική Σχολή ( τώρα Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Εδώ που βρισκόμαστε είμαστε απομονωμένοι και δεν θα καταφέρουμε να ξεσηκώσουμε τον λαό. Η πρόταση μου επιδοκιμάζεται με θερμό χειροκρότημα.

Ορίζονται επιτροπές. Αναλαμβάνω την επιτήρηση της καθαριότητας και υγιεινής. ( Γιατί κανένας δεν προσφέρθηκε. Είχε ευθύνη, αλλά όχι πολιτικό αντίκρισμα).

Λειτουργεί ο ραδιοφωνικός σταθμός. Ποιος πήρε την εντολή να ασχοληθεί με αυτόν, άγνωστο ( και εκείνη τη στιγμή δεν ενδιέφερε). Μας άρεσε που ακουγόταν η φωνή μας.

Ο αριθμός των φοιτητών που είμαστε μέσα και μένουμε για τη νύχτα  πρέπει να ήταν περίπου 1.000 -1.500 ( Οι τρεις χιλιάδες που έχει γραφτεί είναι υπερβολή).

Αργά τη νύχτα ακούγονται θόρυβοι τζαμιών που σπάζουν και άγριες φωνές.  Μας επιτίθενται παρακρατικοί από την αριστερή μπροστινή πλευρά. Τρέχουμε να τους αντιμετωπίσουμε. Βρίσκομαι μ’ ένα χοντρό ξύλο στο χέρι. Δεν συμβαίνει τίποτα.

Κυκλοφορούν φήμες για ξεσηκωμό σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ενθουσιασμός. Σποραδικά, αργά στη νύχτα,  ακούγονται ψιθυριστά πληροφορίες για επεισόδια στην Αθήνα.

Είμαι στο χώρο της κεντρικής εισόδου του Πολυτεχνείου, μαζί με τον Σταμάτη Θ.( τώρα γιατρό στην Βόρειο Ελλάδα) και την Ηρώ Κ. ( Δ/ντρια το ΕΣΥ στην Αθήνα), στενούς φίλους και συμφοιτητές, που ήταν μαζί στην παρέα που μπήκαμε στο Πολυτεχνείο.

Ξαφνικά, κοντά στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, ακούγεται δυνατός θόρυβος και έντονα φώτα πέφτουν πάνω μας. Στον προαύλιο χώρο, μπροστά από την είσοδο του Πολυτεχνείου εμφανίζονται τανκς και στρατιώτες. Έντονη ανησυχία. Η είσοδος είναι μία μεγάλη τζαμαρία, μ’ ένα μεγάλο πλατύσκαλο και 6-7 σκαλιά που οδηγούν στην αυλή.  Βγαίνουν κάποια μέλη της συντονιστικής επιτροπής για διαπραγμάτευση Οι πιο πολλοί είμαστε πίσω από κάποια γραφεία που έχουμε βάλει στο χώρο της εισόδου για εμπόδια. Η συζήτηση έξω αργεί. Βγαίνω και εγώ έξω. Μυρωδιά από τις εξατμίσεις των τανκς και πολύ δυνατός θόρυβος. Κατευθύνομαι προς την ομάδα που συζητά στο πλατύσκαλο. Ο πρύτανης Σδράκας σε υστερική κατάσταση. Οι της συντονιστικής ζητούν να φύγουμε το πρωί. Εκεί που παρακολουθώ τη συζήτηση, ένας ασπρομάλλης στρατιωτικός που ήταν επικεφαλής, με αρπάζει από το μπράτσο και με πάθος, σχεδόν ικετευτικά μου λέει « Παιδί μου σηκωθείτε φύγετε. Δεν θα σας πειράξει κανείς. Σας δίνω το λόγο της στρατιωτικής τιμής μου». Ο άνθρωπος έτρεμε. Το βλέμμα του και ο τόνος της φωνής του με κάνουν να τον εμπιστευθώ χωρίς καμία επιφύλαξη. Δίπλα του ο πρύτανης να μου φωνάζει και να με βρίζει. Μου ακουγόταν τόσο παράταιρος.

Γυρνάω μέσα. Βρίσκω τους δύο φίλους μου. Προτείνω σ’ αυτούς και στους γύρω μου  παρευρισκόμενους να σηκωθούμε να φύγουμε, δεν υπάρχει άλλη λύση.

Πέντε λεπτά – μία αιωνιότητα.

Από την μικρή πόρτα της μεγάλης τζαμαρίας βγαίνω μαζί με τους δύο δίλους μου. Βλέπω τον ασπρομάλλη στρατιωτικό αγριεμένο να μιλά στους άλλους. Κατεβαίνουμε τις σκάλες. Δίπλα μας τα τανκς και οι στρατιώτες αμίλητοι. Φτάνουμε στο οδόστρωμα της οδού Εγνατία, που περνά μπροστά από το Πολυτεχνείο και οδηγεί προς το κέντρο της πόλης. Ερημιά. Προχωράμε στη μέση του δρόμου, σφικτά ο ένας δίπλα στον άλλο. Αριστερά μας ο σκοτεινός όγκος της Διεθνούς Έκθεσης και δεξιά μας η αραιοκτισμένη Πανεπιστημιούπολη. Ο μόνος φωτισμός οι ασθενικές για φθινοπωρινή νύχτα  λάμπες του δρόμου. Από δεξιά και αριστερά ακούμε αγριεμένες φωνές « θα πεθάνετε απόψε», « κομούνια ήρθε η ώρα σας», « θα σας γ……». Σφιγγόμαστε περισσότερο ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάνει και κρύο. Γυρνάω πίσω το κεφάλι μου και βλέπω τον σκοτεινό όγκο των τανκς, τα φώτα των προβολέων τους και ακούω πιο απόμακρο το θόρυβο που κάνουν, αλλά το πιο σημαντικό: κανείς δεν μας έχει ακολουθήσει. Είμαστε μόνοι μας, στη σκοτεινιά στη μέση ενός έρημου δρόμου, με κάποιους αθέατους αγριάνθρωπους να μας απειλούν . Περιμένω καρτερικά από πού θα μου έρθει η σφαίρα ή θα μου επιτεθούν. Οι αισθήσεις μου τεταμένες, τα πόδια μου συνεχίζουν να κουνιούνται. Δεν μιλάμε. Ο καθένας στις σκέψεις του.

Επιτέλους φτάνουμε στο Σιντριβάνι. Εκεί που αρχίζουν οι πολυκατοικίες και που για μας ήταν το σωτήριο τέρμα. Πόση ώρα κάναμε, δεν ξέρω. Μου ψφάνηκε μία αιωνιότητα. Υπάρχουν φώτα και ο χώρος είναι οικείος. Δεν υπάρχουν, όμως, αυτοκίνητα, ούτε και διαβάτες. Τι κάνουμε τώρα; Ρίχνω την ιδέα να πάμε να πιούμε έναν καφέ σε κάποια καφετέρια της παραλίας και μετά να πάμε σπίτια μας. Όσο και αν φαίνεται επιπόλαιο, ήταν λογικό, γιατί και να τρέχαμε, που θα κρυβόμαστε; Εξάλλου ήμουν τότε μόλις 21 ετών.

Σαν αστυνομική ταινία.

Περνάμε μπροστά από το ξενοδοχείο ABC, αρχίζουμε να κατεβαίνουμε την Βασ. Σοφίας ( τώρα Εθνικής Αμύνης) συζητώντας ζωηρά και ανακουφισμένοι. Μετά το ξενοδοχείο υπήρχε ένα γνωστό μαγαζί με είδη γραφείου, που το επισκέπτονταν συχνά οι φοιτητές. Εκεί βρισκόμαστε, όταν ξαφνικά ακούγονται ρόδες να στριγκλίζουν και μπροστά μας, πάνω στο πεζοδρόμιο ανεβαίνει με θόρυβο και σταματά ένα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο, κόβοντας μας το δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και πίσω μας. Πετάγονται απ’ αυτά άνθρωποι που φωνάζουν « Ασφάλεια. Μη κουνηθείτε». Μας αρπάζουν και μας βάζουν μέσα.

Το αυτοκίνητο κινείται στους έρημους δρόμους. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα σε δύο αμίλητους άγνωστους.  Ο οδηγός έχει μισοανοιγμένο το τζάμι της πόρτας του. Μπαίνει κρύος αέρας. « Σας παρακαλώ το ανεβάζετε γιατί κάνει κρύο» ζητώ ευγενικά. « Κρυώνει το πουλάκι μου;» με ερωτά ειρωνικά και απειλητικά μαζί. Ωχ, δεν πάμε καλά σκέφτομαι.

Το αυτοκίνητο φτάνει σ’ ένα παράλληλο της Εγνατίας δρόμο ( οδός Βαλαωρίτου). Δεν ξέρω την περιοχή. Κατεβαίνουμε. Μπροστά μας είναι μία στοά. Από το πεζοδρόμιο έως το τέλος της, δεξιά και αριστερά παρατεταγμένοι χωροφύλακες και άλλοι με πολιτικά. Ένας με τραβά από το χέρι και με οδηγεί να περάσω ανάμεσα στους παραταγμένους, με αργό ρυθμό. Μπουνιές, κλωτσιές, γονατιές, χτυπήματα με κλομπ όλα μαζί με ξέφρενο ρυθμό.  Έχω σκύψει και προσπαθώ να προφυλάξω το κεφάλι μου  και τα γεννητικά όργανα μου. Υπάρχει πραγματική λύσσα από όλους αυτούς. Είμαστε και οι πρώτοι που υποδέχτηκαν. Κάποια στιγμή φτάνουμε στο τέρμα της στοάς μπροστά από το ασανσέρ. Σηκώνω λίγο το κορμί, γιατί πονάω και φοβάμαι κιόλας μη μου ρίξουν κλωτσιά έτσι όπως ήμουν σκυφτός και υπήρχε ελεύθερος χώρος γύρω μου. Βλέπω αυτόν που μας είχε πιάσει να χαστουκίζει την Ηρώ με τόση δύναμη που πρέπει να ανυψώθηκε από το έδαφος. « Μωρή δεν ντρέπεσαι να πηδιέσαι με αυτούς τους κομμουνιστές;» της φωνάζει στα μούτρα. Ακόμα θυμάμαι το γεμάτο φόβο και απορία βλέμμα της Ηρώ.

Ανεβαίνουμε σε κάποιο όροφο. Ευτυχώς μέσα στο ασανσέρ δέχομαι μόνο μία αγκωνιά στην κοιλιά. Μας πάνε σ’ ένα γραφείο με τζαμένιο χώρισμα. Σε λίγο μπαίνει ένας χωροφύλακας και μας λέει να βγάλουμε τις ζώνες και τα κορδόνια μας και να τους δώσουμε τα ρολόγια και όσα λεφτά έχουμε. Ο Σταμάτης με το γνωστό σοβαρό και ευγενικό ύφος του, ζητά εξηγήσεις. Είναι ανιψιός πρώην Υπουργού του Κ. Καραμανλή ( και η Ηρώ ανιψιά πρώην Υπουργού του Γεωργίου Παπανδρέου).  Δεν παίρνει απάντηση.

Κρατούμενος της ασφάλειας.

Σε λίγο μπαίνει μέσα ένας με πολιτικά και με τραβά προς το ασανσέρ. Νέο ξυλοφόρτωμα από κάτι απίστευτους τύπους ( αυτούς που στην εποχή μας λέμε «ντουλάπες»). Φτάνουμε στο υπόγειο. Ένας μεγάλος διάδρομος και δεξιά – αριστερά πολλά κελιά. Ανοίγουν την μεταλλική πόρτα και με σπρώχνουν μέσα σ’ ένα απ’ αυτά. Κλειδώνουν. Ο χώρος είναι σκάρτα 3 μέτρα μήκος και 1,50 με 1,70 πλάτος. Η οροφή είναι χαμηλότερα από το ταβάνι του υπογείου. Έχει ένα κενό και από αυτό μπαίνει το φως της λάμπας που βρίσκεται στο ταβάνι του υπογείου.

Η ώρα περνά και δεν συμβαίνει τίποτα. Αρχίζω να ανησυχώ. Κάποια στιγμή ακούω θορύβους, η πόρτα του κελιού ανοίγει και μπαίνει σπρωγμένος ένας νεαρός. Η πόρτα κλείνει. Ο νεαρός αρχίζει να μου κάνει ερωτήσεις για το τι έκανα και γιατί με πιάσανε. Επίμονα. Σκέφτηκα πως ίσως μου ρίξανε χαφιέ δίπλα μου να με ψαρέψει ( Λάθος εντύπωση. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ο αδελφός ενός φίλου και συμφοιτητή μου. Τα είχε χαμένα από το φόβο του).

Μετά περίπου μία ώρα ή και περισσότερο αρχίζει η μεγάλη προσαγωγή. Συνεχώς φέρνουν μέσα συλληφθέντες. Γεμίζουν όλα τα κελιά. Σε κάθε κελί 8- 12 άτομα. Δεν μπορείς να κουνηθείς. Ως παλαιότερος είχα πιάσει τη θέση δίπλα στην πόρτα, απ΄ όπου μπορούσα να δω στο διάδρομο.

Παρακολούθησα τον άγριο ξυλοδαρμό ( κτηνώδη) του φοιτητή με το τζάκετ ( Αγγελόπουλος;) που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση ( άνηκε σε μία αριστερίστικη ομάδα με κάποια ημερομηνία του Οκτώβρη ως τίτλο). Σφίχτηκε η καρδιά μου.

Για φυσική ανάγκη φώναζες τους χωροφύλακες, σου άνοιγαν την πόρτα βλαστημώντας, περνούσες το διάδρομο και έβγαινες στο φωταγωγό της πολυκατοικίας όπου υπήρχαν δύο τουαλέτες χωρίς πόρτες. Όλα σε κοινή θέα. Πηγαίνοντας και γυρνώντας περνούσες ανάμεσα από διάφορους ασφαλίτες, που ήταν παρατεταγμένοι δεξιά και αριστερά και προσπαθούσαν ή να θυμηθούν αν σε ξέρουν ή να συγκρατήσουν τη φυσιογνωμία σου για μελλοντική αξιοποίηση.

Προσπάθησα να πλύνω το πρόσωπο μου που είχε ξεραμένα αίματα από τα χείλη και τη μύτη μου, στη βρύση δίπλα στις τουαλέτες. Το ίιδιο πήγα να κάνω  και για το μανίκι μου, αλλά με κατσάδιασε ένας χωροφύλακας λέγοντας μου « ρε κωλόπαιδο μπουγάδα θα κάνεις».

Όσο για ύπνο, αυτός γινόταν κατά δόσεις είτε με γερμένο κορμί, είτε με την πλάτη στο πάτωμα και τα πόδια μαζεμένα ή ψηλά στον τοίχο. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε όλοι μαζί ταυτόχρονα. Φαί μας έφεραν το βράδυ, ένα σάντουιτς.

Οι ανακρίσεις.

Το πρωί της σύλληψης με παίρνουν και με πάνε για ανάκριση. Συνολικά αυτό έγινε στην κρατική ασφάλεια τρείς φορές. Με ανεβοκατέβαζαν από τις σκάλες και πάντα ακολουθούσαν το ίδιο τελετουργικό: ξυλοδαρμός καθ’ οδόν  κραυγάζοντας συνεχώς την ίδια ερώτηση: «γιατί ρε συ είσαι κομμουνιστής»;  Τις πρώτες φορές δεν απαντούσα. Την τελευταία φορά τσαντίστηκα ( γιατί κατάλαβα ότι φτιαχνόντουσαν με τη λέξη κομμουνιστής) και τους απάντησα δύο – τρις φορές δυνατά: « Δεν είμαι κομμουνιστής. Είμαι σοσιαλιστής». Δεν πολυβοήθησε ( ίσως φταίει η ομοιοκαταληξία).

Στη πρώτη ανάκριση, με βάζουν σ’ ένα στενό γραφείο, μόνο μου. Τακτικά εμφανίζονται διάφοροι αγριάνθρωποι στην πόρτα και μου ρίχνουν ερευνητικές ματιές. Σε λίγο μπαίνει και ο αξιωματικός. Είναι αυτός που με συνέλαβε. « Έλα πέστα μου» λέει. « Τι να πω» του απαντώ. « Μίλα ρε» επιμένει. « Δεν μιλάω αν πρώτα δεν επικοινωνήσω με δικηγόρο» του απαντώ ( Αυτά κάνουν οι αμερικάνικες ταινίες. Μόνο απ΄ αυτές ήξερα για ανακρίσεις από την αστυνομία). Κλείνει τα χαρτιά που είχε και μου λέει « Καλά κάτσε εδώ να σαπίσεις όσα χρόνια θέλεις». Δεν μου άρεσε αυτό. Δέχομαι να απαντήσω, αλλά του τονίζω πως αυτό που κάνει δεν είναι σύννομο. « Α, αυτός είναι άλλο πράγμα» λέει στον χωροφύλακα που στεκόταν όρθιος στο πλάι μου. Η όλη ανάκριση ήταν για το τι έκανα, ποιος μ’ έβαλε, με ποιόν ήμουν , αν ήξερα κανένα κ.λ.π. Εύκολο να δηλώνω άγνοια, γιατί όντως δεν ήξερα ονόματα και κανείς δεν μ’ είχε βάλει. Τα μόνα ονόματα που ανέφερα ήταν του Σταμάτη και της Ηρώ που μας είχαν πιάσει μαζί. Δύο φορές αγρίεψε και με απείλησε. Η πρώτη για να του πω σε ποια επιτροπή ήμουν ( να είναι καλά η φτωχική επιτροπή υγιεινής, δεν είχα κανένα πρόβλημα να του το πω) και η δεύτερη αν φώναζα και εγώ « Έξω οι Αμερικάνοι και έξω από το ΝΑΤΟ». Φάνηκε πως το θεωρούσαν βαρύ έγκλημα. Δήλωσα ότι δεν φώναζα τέτοια συνθήματα, αλλά μόνο « Κάτω ο Παπαδόπουλος» ( για το οποίο δεν αντέδρασε καθόλου), « Κάτω η χούντα” “ Κάτω ο Μαρκεζίνης»,  «Ελευθερία – Δημοκρατία» κλ.π.

Τη δεύτερη φορά που μ’ ανέβαζαν ήταν διαβασμένος. Οι ερωτήσεις του ήταν πιο στοχευμένες :« Τι ομιλίες έκανες Φιλόπουλε; Ποιος σ’ έβαλε να τις κάνεις; Τι διαβάζεις και που τα βρίσκεις» κ.α. Άρα είχαν χαφιέδες μέσα στο Πολυτεχνείο και είχαν ψάξει το σπίτι μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να του πω τι είχα προτείνει. Όσο για το αν μ’ έβαλε κάποιος δεν φοβόμουν να του πω πως μόνος μου τα σκέφτηκα και μόνος μου έδρασα ( Αυτό, το να μου αποδίδουν πως πίσω μου  υπάρχουν άλλοι που με καθοδηγούν, το έχω συναντήσει πολλές φορές στη ζωή μου. Ο Έλληνας δεν έχει εμπιστοσύνη στην ατομική πρωτοβουλία ή τις προσωπικές ικανότητες. Εκεί έχω καταλήξει). Όσο για τα βιβλία ήμουν αόριστος, γιατί όντως είχα μία συλλογή πολιτικών βιβλίων και μάλιστα αρκετά απ΄ αυτά σχετικά με την αναρχία ( μία σοβαρή θεωρία – ουτοπία που καμία σχέση δεν έχει με τους μπαχαλάκηδες που περνιούνται για αντιεξουσιαστές και αναρχικοί στην εποχή μας). Διέκοψε μόνος του την ανάκριση γιατί του τηλεφώνησαν να πάει κάπου.

Η τρίτη και τελευταία δεν ξεκίνησε καλά- καλά, γιατί και πάλι ήρθαν και τον πήραν για να πάει κάπου ( πολυάσχολος ο τύπος και εγώ φρέσκο λαβράκι μεν αλλά ελλιποβαρές).

Εκτός από τα καθ’ οδόν γρονθοκοπήματα και κλωτσιές, η ανάκριση μου δεν είχε σωματική βία. Απλά ένοιωθα αδύναμος, είχα φόβο, αλλά ταυτόχρονα αισθανόμουν πως το όριο που δεν θα επέπτρεπα να ξεπεράσουν ήταν να με εξευτελίσουν.

Τμήμα Χωροφυλακής Καλαμαριάς

Τη δεύτερη νύχτα με παίρνουν και με πάνε στο αστυνομικό τμήμα Καλαμαριάς, στην Αρετσού. Εγώ κατεβαίνω συνοδεία χωροφυλάκων και οι Θεσσαλονικείς στην καφετέρια κάτω από το τμήμα έπιναν απολαυστικά τον καφέ ή τα ποτά τους. Κατάσταση στενάχωρη.

Μας βάζουν στο κρατητήριο του τμήματος. Ένα δωμάτιο πολυκατοικίας. Άνετο, γιατί είμαστε μόνο τρείς. Ξαπλώνουμε στο πάτωμα, μας δίνουν κουβέρτες. Το μπάνιο είναι έξω από το κελί. Μπάνιο διαμερίσματος. Δεν μπορεί, όμως, να φύγεις από εκεί.

Νεαροί χωροφύλακες καλλωπισμένοι βγαίνουν για να διασκεδάσουν και μας πετούν κρυφά μέσα από τα κάγκελα τσιγάρα. Το κλίμα  είναι πιο ανθρώπινο. Οι άλλοι δύο άγνωστοι μου. Ο ένας αρκετά παχύς, φοιτητής της Νομικής, στέλεχος αργότερα του ΚΚΕ ες και του Συνασπισμού και δημοτικός σύμβουλος. Ο άλλος της φοιτητής της Γεωπονικής.

Οι ανακρίσεις από το Διοικητή του τμήματος ήταν από ταινία παραλόγου. Σοβαρό ύφος και  επίμονες ερωτήσεις, λες και θα έπρεπε να διαλευκάνει το μεγαλύτερο έγκλημα.

Σε μία απ’ αυτές με κλειδώνει μέσα σε μία ντουλάπα, απ’ αυτές τις πράσινες τις μεταλλικές. Με απειλεί ότι εκεί θα μείνω. Κοιτάω από τις γρίλιες και σκέφτομαι πως δεν είναι δυνατόν να ζω τέτοιο παραλογισμό. Δεν αργεί να με βγάλει. Είναι μετανιωμένος. Με στέλνει στο κελί.

Οι μέρες κυλούν. Ένα απόγευμα αργά έρχονται και παίρνουν. Με βάζουν σ’ ένα ΙΧ  και ξεκινάμε. Δεν μου λένε που πάμε. Είναι συνοφρυωμένοι. Καθώς το αυτοκίνητο στρίβει στην παραλιακή λεωφόρο, μπροστά από το τμήμα, βλέπω από το παράθυρο την μητέρα μου να στέκεται στη στάση των λεωφορείων. Με το μαύρο παλτό της σφικτά κουμπωμένο, την τσάντα στο χέρι και τα ασημένια κατσαρά μαλλιά της να ανεμίζουν από τον αέρα. Η καρδιά μου σφίγγεται. Ταράζομαι. Τη φουκαριάρα, τρέχει μόνη της για μένα. Παρηγοριέμαι, όμως, γιατί υποθέτω ότι έχει ηρεμήσει αφού έμαθε πως το παιδί της, που τόσες μέρες έχει εξαφανιστεί σε μία εποχή που τόσα έχουν συμβεί, είναι καλά.

Το αυτοκίνητο  κόβει ταχύτητα και μπαίνει στο χώρο του 3ου Σώματος Στρατού. Αρχίζω να φοβάμαι. Σταματάμε μπροστά σ’ ένα από τα κτίρια του. Έχει αρχίζει να σκοτεινιάζει. Η μόνη μου σκέψη είναι πως η κύστη μου είναι φουσκωμένη και έτσι αν με πάνε στην ΕΣΑ για ξύλο κινδυνεύει να σπάσει ( κάτι φόβους που μπορεί να έχεις σε δύσκολες στιγμές). Με σταματούν στο ισόγειο. Με στήνουν σ’ ένα τοίχο, δίπλα στις σκάλες και με φωτογραφίζουν φας και προφίλ.( Αν βλέπετε φωτογραφίες εγκληματιών αξύριστων με τα μαλλιά να πετάνε και το πρόσωπο ταλαιπωρημένο, είναι γιατί έχουν μείνει άπλυτοι και αξύριστοι για μέρες. Έτσι θα είμαι και εγώ στις δικές μου φωτογραφίες. Έξυπνο, γιατί βλέποντα τέτοιες φάτσες ο απλός πολίτης αγριεύεται και χαρακτηρίζει αρνητικά τον συλληφθέντα).

Ανεβαίνουμε τις σκάλες. Πλησιάζοντας στον πρώτο όροφο βλέπω μέσα σ’ ένα δωμάτιο έναν αναμαλλιασμένο νεαρό σκυμμένο πάνω σ ’ένα τραπεζάκι να γράφει σε κάτι χαρτιά και από πάνω του ένα γυμνός γλόμπος αναμμένος. Πω-πω σκέφτομαι. Έχει φάει ξύλο και τώρα τα γράφει όλα. Ο φόβος μου εντείνεται.

Με βάζουν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο. Μόνο ένα μικρό τραπέζι και μία καρέκλα. Και ο γλόμπος από πάνω. Σε λίγο μπαίνει μέσα ένας και μου αφήνει ένα ερωτηματολόγιο και ένα στυλό. «Συμπλήρωσε τα όλα και με ειλικρίνεια, ακούς;» μου φωνάζει. Κοιτάω το ερωτηματολόγιο στα γρήγορα. Αισθάνομαι ανακούφιση. Το περνάω το τεστ σκέφτομαι ( τι κάνει η πολύχρονη τριβή με την εκπαιδευτική διαδικασία). Είναι ένα ερωτηματολόγιο που σχεδόν όλες οι ερωτήσεις του αφορούν το «παραπέτασμα». Αν έχω γεννηθεί εκεί, αν έχω συγγενείς, αν έχω φιλενάδα από εκεί, αν έχω αλληλογραφία κ.ο.κ. Στο ερώτημα αν θα κάνω αντεθνικές δράσεις στο μέλλον, μεταξύ του ναι και του όχι, διαλέγω το όχι ( γιατί σκέφτομαι πόσο ηλίθιος πρέπει να είσαι για να γράψεις ότι θα κάνεις αντεθνικές δράσεις. Εξ’ άλλου η κατάληψη του Πολυτεχνείου ήταν εθνική πράξη. Εμένα ρωτούν, εγώ έτσι το βλέπω).

Σε λίγο μπαίνουν 2-3 με πολιτικά. Με κοιτούν. Ένας απ’ αυτούς μου λέει «δεν ντρέπεσαι να στεναχωρείς τον πατέρα σου». Δεν απαντώ, αλλά αισθάνομαι μία ανακούφιση. Καταλαβαίνω πως έχει κινητοποιηθεί η οικογένεια μου και ο πατέρας μου έχει πιάσει όποιον γνωστό έχει και δεν έχει ( και είχε πολλούς). Αισθάνομαι πιο σίγουρος. Η στεναχώρια για την μάνα μου γίνεται και αυτή ελπίδα ότι η περιπέτεια μου τελειώνει.

Αυτός που μου έφερε το ερωτηματολόγιο, έρχεται το παίρνει και το ελέγχει. Μου λέει γράψε ένα όνομα σ’ ένα χαρτί. Το γράφω. Σ΄ αυτόν θα παρουσιάζεσαι κάθε 15 ημέρες ή θα τον παίρνεις τηλέφωνο. Μου δίνει και το τηλέφωνο. Αν φύγεις από Θεσ/νίκη να το δηλώσεις. Δεν λέω τίποτα. Θα με απολύσουν σκέφτομαι και ηρεμώ.

Με πάνε σ’ ένα άλλο κτίριο, ισόγειο. Με αφήνουν σε ένα δωμάτιο με μία εφημερίδα πάνω στο τραπεζάκι και την πόρτα ανοικτή. Η εφημερίδα έγραφε κάτι για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Παγίδα σκέφτομαι. Μένω καθιστός.Το παίζω αδιάφορος.  Σε λίγο μπαίνει αυτός που μου είπε για τον πατέρα μου. « Εσύ είσαι καλό παλληκάρι. Μη διαβάζεις αηδίες. Πέτα τα βιβλία που δεν έχουν σχέση με τις σπουδές σου. Και άσε αυτόν τον αλήτη τον πράκτορα των Αμερικανών» και μου δείχνει τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν μιλώ, αλλά και δεν αντιδρώ. Καλά πάει το πράγμα σκέφτομαι.

Με μεταφέρουν πάλι στο τμήμα. Το βράδυ, όμως, ψυχοπλακώνομαι πολύ. Σκέφτομαι την μάνα μου και δακρύζω. Κοντεύω να σκάσω, νόμιζα ότι θα με άφηναν ελεύθερο, αλλά να που είμαι πάλι στο κελί. Έξω από την πόρτα του κρατητηρίου είναι ένας διάδρομος, Στο βάθος κάθεται ο φρουρός που μας φυλάει. Είναι ένα μεσήλικας που μας είχε δείξει συμπάθεια ( πως εμείς τόσο μορφωμένα παιδιά έχουμε μπλέξει έτσι).  Τον φωνάζω και τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει και να αφήσει ανοικτή την πόρτα για λίγο. Αυτή η αίσθηση της κλειδωμένης πόρτας, μου είναι αφόρητη. Διστάζει, αλλά τον διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα. Να είναι καλά ο άνθρωπος μας ανοίγει την πόρτα και έτσι για καμία ώρα αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερος.

Η απελευθέρωση.

Την άλλη ημέρα, βράδυ νομίζω, μας μεταφέρουν στην κρατική ασφάλεια. Είμαστε σ’ ένα μεγάλο χώρο καμιά 40 φοιτητές. Θα μας αφήσουν ελεύθερους. Ένας κοντός και χοντρός ανώτερος αξιωματικός, καλός για παρέα, αρχίζει και μας βγάζει έναν ατελείωτο λόγο ηθικοπλαστικού περιεχομένου εκπληκτικής γελοιότητας. Με χαλαρωμένα τα νεύρα και πιο ευδιάθετος, μου έρχεται η επιθυμία να βάλω το γέλια. Απέναντι μου ένας συμφοιτητής μου βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Κρατιέμαι με το ζόρι, αλλά συνεχώς μου έρχονται κύματα για γέλιο, τα καταπίνω και κουνιέμαι σαν να πιέζομαι να πάω στην τουαλέτα. Ο κοντόχοντρος αξιωματικός συνεχίζει την απίστευτη παράσταση του και εγώ τη μάχη να συγκρατηθώ. Θα είναι τραγικό να σκάσω στα γέλια και να με χώσουν πάλι μέσα. Επιτέλους τελειώνει. Το πέρασα και αυτό.

Θυμάμαι να είμαι μέσα σ’ ένα πούλμαν της χωροφυλακής και να διασχίζω την έρημη Θεσ/νίκη. Δεν θυμάμαι αν είναι όταν με πήγαν στην Καλαμαριά ή όταν μας ελευθέρωσαν. Γιατί αυτή η απελευθέρωση συνέπεσε με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.

Τα μετά την κράτηση.

Πήρα από το τηλέφωνο του περιπτέρου, μπροστά στην πολυκατοικία που έμενα, δύο φορές σ’ ένα μήνα το νούμερο που μου είπαν για να δίνω το παρόν. Ο αξιωματικός που ζήταγα δεν ήταν στη θέση του. Δεν ξαναπήρα. Αργότερα έμαθα ότι ήταν από τους διαβόητους  ασφαλίτες, που με την άνοδο του Ιωαννίδη ή την πτώση της χούντας εξαφανίστηκε. Ποιος ξέρει πόσα κρίματα είχε στο λαιμό του και την κοπάνησε.

Μετά την μεταπολίτευση, στο καφενείο στο ισόγειο της πολυκατοικίας που έμενα και που καμιά φορά έπινα καφέ και διάβαζα εφημερίδα ( που ήταν περασμένη στο ειδικό κοντάρι για να μην τσαλακώνει), με πλησίασε μία μέρα ένας 35αρης που σύχναζε σ’ αυτό και επειδή ήταν λίγο χαζούλης και άφραγκος τον είχα κεράσει κάνα δύο φορές καφέ. « Ξέρεις» μου λέει «είμαι και εγώ φοιτητής της ιατρικής» και μου βγάζει μία φοιτητική ταυτότητα της ιατρικής σχολής. « Άσε με ρε συ» του λέω « Σ’ εμένα τα λες αυτά;». Γέλασε και μου είπε ότι πάντα με εκτιμούσε και με εκτιμά. Ο τύπος ήταν παρακρατικός και τον χρησιμοποιούσαν να παρακολουθεί φοιτητές της ιατρικής και εμένα. Τι κακία να του κρατήσω; Αγαθός ήταν και τον εκμεταλλεύτηκαν Άρρωστες καταστάσεις.

Επιμύθιο

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου οφείλεται στην διάθεση μεγάλης μερίδας φοιτητών για περισσότερη ελευθερία για αλλαγή του καταθλιπτικού τρόπου ζωής που είχε επιβάλει η δικτατορία.
Ήταν λογικό πως οι φοιτητές από τη ιδιαίτερη θέση τους και τις γνώσεις τους είναι πιο επιρρεπείς σε τέτοιου είδους εξεγέρσεις.
Είναι ιστορική βλασφημία να καπηλεύονται τα κόμματα το Πολυτεχνείο, Ακόμα και οι οργανωμένοι σε αντιστασιακές ομάδες των μετέπειτα κομμάτων της μεταπολίτευσης ήταν ελάχιστοι και δεν είχαν κυρίαρχο ρόλο. Απλά ξέρανε πώς να πιάσουν τις θέσεις κλειδιά. Οι αριστεριστές πυροδότησαν και προέτρεψαν στην έκρηξη, αλλά οι απλοί ανοργάνωτοι φοιτητές ήταν αυτοί που την υλοποίησαν και την γιγάντωσαν. Ήταν η συντριπτική πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στην κατάληψη.
Είναι άλλο να επαινείς το θάρρος των πολλών και άλλο να παραχαράζεις την ιστορία με κομματικά κριτήρια. Γι’ αυτό και δεν συμμετέχω στους εορτασμούς. Αν ήταν εορτασμός για τους πολλούς που αντιστάθηκαν και όχι για κάποιους “ηγέτες” κομματικών παρατάξεων και αν τονιζόταν το πραγματικό νόημα αυτής της εξέγερσης που ήταν περισσότερη δημοκρατία – ελεύθερη πολιτική και κοινωνική ζωή, τότε θα γιόρταζα και εγώ.

Share: