
ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Μεγάλη ησυχία. Ούτε κρότος όπλου, ούτε περπατήματα, ούτε φωνή. Τότε ξεκίνησα και εγώ μόνος να πάρω προς τα κάτω τη ρεματιά. Γλιστερό μέρος. Που και που άρχισε πάλι από ψηλά να ακούγεται ο εχθρός που ντουφεκούσε ή έριχνε κατά ριπές. «Θα κυνηγάνε την Ανθούλα και τον Γιωργάρα, που χωριστήκαμε όταν ξεκίνησε το κυνηγητό μας. Θα καταφέρουν να γλυτώσουν;» σκέφτηκα. Τα πουρνάρια με βοήθαγαν να μην φαίνομαι , αλλά μου έγδερναν την πλάτη και μούσκεμα τελείως από το ασταμάτητο ψιλόβροχο άρχισα να τουρτουρίζω. Φωτιά να ζεσταθώ δεν μπορούσα να ανάψω. Με δόντια να κτυπάνε , χρησιμοποιώντας το όπλα σαν γκλίτσα συνέχισα το απότομο κατέβασμα. Η μουντάδα γινόταν ολοένα και πιο πυκνή και σε λίγο θα ερχόταν η νύχτα. Ξαφνικά, γλίστρησα και αφού κύλησα αρκετά πάνω σε πέτρες, σταμάτησα σε μια προεξοχή βράχου. Το πόδι μου πόναγε αφόρητα. Κοίταξα τρομαγμένα και εξεταστικά γύρω μου. Δεν είδα κίνδυνο. Το όπλο μου ήταν 6-7 μέτρα πιο πέρα. Πήρα βαθιές ανάσες, προσπάθησα να δοκιμάσω αν μπορώ να πατήσω το πόδι. Αδύνατον. Σύρθηκα προς ένα μικρό βαθούλωμα του βράχου, ίσα που σκέπαζε την πλάτη μου. Τύλιξα το κασκόλ στις μύτες και το στόμα να μην φαίνονται τα χνώτα. Δεν είμαι καλά καλυμμένος, αλλά μπορεί και οι στρατιώτες να κουράστηκαν και με τέτοιο παλιόκαιρο να έχουν γυρίσει πίσω. «Τη νύχτα θα έχω την ευκαιρία να ξεμακρύνω περισσότερο, έστω και αν σούρνομαι».
Πρώτα ένιωσα ένα κάψιμο στο μπούτι. Δεξιά, εκεί που με βρήκε η σφαίρα, Απέναντι πίσω από ένα πυκνό πουρνάρι, καμιά 50νταριά μέτρα προς τα πλάγια και πάνω διέκρινα δύο στρατιώτες να με σημαδεύουν. « Γιάννο ήρθε το τέλος σου» σκέφτηκα. Προσπάθησα να συρθώ προς το όπλο μου, αλλά η δεύτερη σφαίρα με πήρε στον ώμο και στο σαγόνι. Το σώμα μου έγειρε μπρούμητα. Αίμα και σάλια έτρεχαν από το στόμα και τη μύτη μου στη λάσπη καθώς η μούρη μου είχε πατηκωθεί ακίνητη πάνω στο λασπωμένο χώμα ανάμεσα σε χοντρά χαλίκια. «Ως εδώ ήταν. Έδωσα την μάχη των υψηλότερων ιδανικών. Αλλά τι σημασία έχει και αν πεθάνω; Ως ήρωα θα με θυμούνται και θα με δοξάζουν στο μέλλον μαζί με όλους τους μπροστάρηδες που δώσαμε τη ζωή μας για να ζήσει ένα καλύτερο μέλλον ο λαός. Για να μπορεί να ζήσει όπως του πρέπει, να προϋπαντήσει την όμορφη μέρα που οι ιδέες μας για τις οποίες θυσιαστήκαμε θα γίνουν πραγματικότητα καθώς οι νεότεροι δυναμωμένοι από τις δικές μας θυσίες και αγώνες θα τα καταφέρουν καλύτερα. Ναι, θα έρθει η λεφτεριά..» , ένα πνιχτός βήχας από ένα ποτάμι αίμα και σάλιου που ξεμπούκαρε από το στόμα μου σαν βρύση κύλησε στο χώμα που ακουμπούσε το πρόσωπο μου και διέκοψε τις δυνατές σκέχει μου, σκέψεις ενός μελλοθανάτου.
«Ναι Γιάννο – συνέχισα χωρίς να μπορώ να αναπνεύσω καλά- θα είναι νικηφόρος ο αγώνας μας ώστε τα πανανθρώπινα ιδανικά μας γίνουν πραγματικότητα, να παντρεύονται επιτέλους τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια και οι φτωχές γυναίκες που έχασαν τους άντρες τους ή οι κόρες που ο πατέρας τους δεν μπορεί να τις θρέψει να ταΐζονται από τους συναγωνιστές για να γεννοβολούν τα παιδιά «των κολασμένων αυτής της γης» των συντρόφων LOATKI + που τους καταπιέζει ο Αγγλο-Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Όχι, Γιάννο δεν πήγαν άδικα η τόση πολύχρονη ταλαιπωρία, ούτε οι θυσίες των χιλιάδων συναγωνιστών, ούτε και ο δικός σου θάνατος. Μπροστάρης εσύ, γιατί μπροστάρης στα δικαιώματα του λαού θα είναι για πάντα η Αριστερά. Και ναι, ακόμα και οι φιλελεύθεροι αστοί -να είσαι σίγουρος- θα αναγκαστούν να τα δεχτούν και αυτοί».
Αυτές ήταν και οι τελευταίες σκέψεις ενός Καπαπίτη πριν τον εύρει η μοιραία σφαίρα στο κεφάλι « Παλιοκερατά. Ας φάει τώρα η μούρη σου λάσπη και χώμα» ούρλιαξε ο φαντάρος που τον πέτυχε και είχε φτάσει κουτρουβαλώντας δίπλα του. Βέβαια, έκπληξη του προκάλεσε το χαμόγελο που είχε διατηρηθεί στο πρόσωπο του νεκρού συμμορίτη παρά τις σφαίρες που τον είχαν βρει « Όχι ρε κερατάδες αριστεροί δεν θα επιτρέψουμε τον γάμο των ομοφυλόφιλων, όσο και να σκοτώνεστε γι΄ αυτόν» μονολόγησε ουρλιάζοντας πεισματικά και συνέχισε με τον άλλο φαντάρο να χτενίζουν την περιοχή για άλλους αντάρτες.
( Εμπνευσμένο από ένα , κατ’ εμέ, συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο « Το Ημερολόγιο ενός Καπαπίτη – όσο σώθηκε» του Μήτσου Ηλ. Καραντζά. Καπαπίτες έλεγαν τα μέλη από τις μικρές ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού που προς το τέλος του εμφύλιου πολέμου δρούσαν στα μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού και λειτουργούσαν ως «Κέντρα Πληροφόρησης»)