Κόντρα στο ρεύμα: Τα λάθος συνθήματα (2)
Η γυναίκα ήταν ζωηρή και δεν το έκρυβε. Όλοι στη γειτονιά το ήξεραν από χρόνια, πολλοί το απολάμβαναν, ο σύζυγος, όμως, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ούτε κάποια μισόλογα, ούτε κάποιες ενδείξεις. Κάποια στιγμή, όμως, η ζωηράδα έφτασε στο απροχώρητο και όχι μόνο δεν μπόρεσε να κρυφτεί αλλά έγινε βούκινο, που λέμε. Ο απατημένος σύζυγος νευρίασε, έβαλε τις φωνές την έστειλε στο σπίτι της, την ξαναδέχθηκε πίσω, αλλά της απαγόρευσε τα “σούρτα-φέρτα”. Κατάλαβε, βέβαια, ότι οι γειτόνοι κάτι πρέπει να ξέρανε και χωρίς να χάσει την αυτοπεποίθηση του, έλεγε με νόημα σε όποιον συναντούσε: “Ξυπνήσαμε κύριε. Τι νομίζεις;”
Αν η μικρή ιστοριούλα προκαλεί αισθήματα απαξίωσης για τον πρωταγωνιστή σύζυγο, το ίδιο απαξιωτικό δεν είναι να λέμε ότι ξυπνήσαμε ως λαός με τόση μεγάλη καθυστέρηση; Τι σοβαρότητα και αυτοεκτίμηση κρύβει το να παίρνεις χαμπάρι την καταστροφή όταν αυτή έχει ξεκινήσει ( και να το διαλαλείς κιόλας);
Αργά “ξυπνήσαμε” και τον αργό, κανείς δεν τον συμπαθεί, εκτός αν είναι μεγαλόψυχος ( κάτι που δεν συμβαίνει σε αγορές και διακρατικές σχέσεις)
Εφόσον καθυστερήσαμε, ας μη το διαλαλούμε. Δεν είναι υπέρ του λαού, ούτε σημαίνει κάτι σε κάποιους.
Αν συνέχιζα με ιστοριούλα, θα έλεγα ότι φαντάζομαι το πλήθος να φωνάζει στους δρόμους πως ξύπνησε και μια παρέα απ’ αυτούς που πράγματι έφαγαν πολλά, να κάθεται ψηλά, σε κάποιο roof garden και να τους χαζεύει πίνοντας scotch και martini και να σχολιάζει: "Ξυπνήσαν ρε τα κορόιδα", “ Χα, χα, χα”, “ Και το φωνάζουν. Δεν βαριούνται με τόση ζέστη;”.