Υπάλληλος ή υπηρέτης; Ολιγάρχης ή μισθωτός;

Ετοιμάζοντας τις διαφάνειες μίας παρουσίασης που έχω να κάνω την ερχόμενη Κυριακή σχετικά με το κάπνισμα, ξαναβρήκα το πρώτο διάταγμα στο ελληνικό κράτος που απαγόρευε αυτή τη συνήθεια στα γραφεία και στα καταστήματα του ελληνικού δημοσίου. Το διάταγμα, που εκδόθηκε το 1856, από τη Βασίλισσα Αμαλία ( στο όνομα του “ελέω Θεού” βασιλέα Όθωνα) αφορούσε τόσο τους επισκέπτες, όσο και τους “δημόσιους υπάλληλους και κρατικούς υπηρέτας”
Πολύ μου άρεσε η έκφραση “υπηρέτης του κράτους”. Δείχνει μία αφοσίωση σε ειδικό σκοπό, μία με αυταπάρνηση και ευπείθεια εκτέλεση καθήκοντος και αυτό προς το κοινό καλό: το συμφέρον του Δημοσίου.
Αλλά τις εξιδανικευμένες ονειροφαντασίες μου για τις “καλές παλιές εποχές”, ήρθε να εξαλείψει μία σημερινή είδηση. Όχι σχετικά με την ποιότητα των δημόσιων υπαλλήλων ή “κρατικών υπηρετών”, όπως εγώ, αλλά από το γεγονός πως βρίσκομαι και εγώ στο πλουσιότερο 3% των Ελλήνων, με άλλα λόγια θα μπορούσα να θεωρηθώ για έναν αλλοδαπό πως είμαι μέρος της ελληνικής ολιγαρχίας. Οπότε το κρατικός υπηρέτης και μέλος της οικονομικής ελίτ δεν ταιριάζουν.
Τα γράφω αυτά γιατί διάβασα πως:
Το 3% των φορολογουμένων πληρώνει το 42% του φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ανάλυση εισοδημάτων που δηλώθηκαν το 2015). Οι υπόλοιποι δεν πληρώνουν τίποτα.Τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν σε 267.480 φορολογουμένους με εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ, οι οποίοι δηλώνουν εισοδήματα ύψους 35 δισ. ευρώ.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΓΓΔΕ, 1.176.043 φορολογούμενοι δεν κατέβαλαν κανέναν φόρο στο ελληνικό Δημόσιο, ενώ 1.304.634 δήλωσαν εισοδήματα έως 1.000 ευρώ.
Σχεδόν το 50% (3,98 εκατ.) των φορολογουμένων δηλώνει εισοδήματα έως 5.000 ευρώ, κάτι που αφενός δείχνει το μέγεθος της φτώχειας στην Ελλάδα, αφετέρου καταδεικνύει το μέγεθος της φοροδιαφυγής, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται από τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς.
Με βάση τα ανωτέρω και προς απάντηση στα ερωτήματα του τίτλου, εκτιμώ πως ο σωστός όρος στην περίπτωση μου είναι : κρατικός μπάτλερ.
