1950 – 2010: 60 χρόνια σαν να μην πέρασε μία ημέρα.
Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο βιβλίο της σειράς του Σπ. Λιναρδάτου με τίτλο “ Από τον εμφύλιο στη χούντα”. Είχα αγοράσει τη σειρά μαζί με το ΒΗΜΑ της Κυριακής, πριν μερικά χρόνια. Επειδή πλέον μόνο τα ιστορικά αναγνώσματα με έλκουν, είχα φτάσει την οργανωμένη μελέτη μου μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο ( για τον οποίο αφιέρωσα αρκετά χρόνια μελέτης). Ξεκίνησα, λοιπόν, μετά από πολύμηνη απραξία, να διαβάζω για το τι συνέβαινε στη χώρα μας μετά τη λήξη αυτής της μεγάλης αναταραχής.
Στα μισά του βιβλίου μου είχε κοπεί όλη η όρεξη και επέπληξα τον εαυτό μου που δεν είχε ξεκινήσει πιο νέος τη σχετική μελέτη.
Βρισκόμαστε το 1950. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ζούσε με την βοήθεια που της χορηγούσαν οι Η.Π.Α. Τη βοήθεια την συνόδευαν διάφοροι σύμβουλοι (τρόϊκα που λέμε σήμερα), οι οποίοι έλεγχαν κάθε υπουργείο, κατέστρωναν σχέδια και είχαν άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Η τότε τρόικα παραπονιόταν για το κακό δημόσιο, την φοροδιαφυγή, τους λίγους πλούσιους Έλληνες που εκμεταλλεύονται τη χώρα και έβγαζαν τα λεφτά τους έξω. Επεδίωκε να μην δοθούν αυξήσεις στους εργαζόμενους, για να αποφευχθεί ο πληθωρισμός και να γίνει πιο ανταγωνιστική η οικονομία, απειλώντας συνέχεια ότι δεν μπορεί να ζητείται από τον Αμερικανό φορολογούμενο να πληρώνει, αν οι Έλληνες πολιτικοί δεν κάνουν ό,τι τους συστήνουν. Και αυτοί, οι τελευταίοι, πολλοί απ’ αυτούς με επίθετα όμοια με πολλών πολιτικών των τελευταίων χρόνων ( προφανώς συγγενείς) έτρεχαν στους συμβούλους και στους πρέσβεις για να παρακαλέσουν, να κάνουν δημόσιες σχέσεις, να δηλώσουν πως μόνο αυτοί είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν τις εντολές τους. Και υπήρχε ο ανώτατος άρχων, ο βασιλιάς, που διόριζε πρωθυπουργούς, καλούσε σε συσκέψεις του πολιτικούς αρχηγούς και νουθετούσε με λόγους τον λαό για υπομονή και ανάγκη εθνικής σύμπνοιας.
Οι ξένοι επόπτες, αλλά και οι ντόπιοι πολιτικοί – ιδίως αυτοί- μίλαγαν όλοι για ανάπτυξη. Που ερχόταν, που έπρεπε να γίνει, που θα μας λύσει τα προβλήματα.
Παράλληλα ο κόσμος ήταν θυμωμένος με την διαφθορά που επικρατούσε σε όλα τα κλιμάκια της δημόσιας ζωής. Σε κάποιους επώνυμους, πολιτικούς ή στελέχη και φιλικούς επιχειρηματίες, ασκήθηκαν διώξεις, που προβλήθηκαν έντονα από τα τότε μέσα ενημέρωσης ( Αργότερα ηρέμησαν όλοι, οι φανεροί και οι αφανείς ένοχοι και πέρασαν καλά και ακόμα καλύτερα). Και υπήρχαν κόμματα που δημιουργούνταν , συγχωνεύονταν και που συχνά ήταν αδύνατο, ακόμα και ως ιστορικό ανάγνωσμα, να αντιληφθείς τι πολιτικό μήνυμα εκπροσωπούσαν οι αρχηγοί τους. Υπήρχαν δε έντονα και μίση και πάθη. Και εθνικοφροσύνη και δημοκρατοσύνη. Και παντού αγωνιστές της παράταξης ( της κάθε παράταξης).
Το Κ.Κ.Ε. διέγραφε και τόνιζε την μοναδικότητα του. Η Κύπρος ήθελε ένωση με την μητέρα – πατρίδα, αλλά η Ελλάδα εξασθενημένη δεν μπορούσε ( όπως είπε και ο Γ. Παπανδρέου: « Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες: έναν αμερικάνικο και έναν αγγλικό»).
Η Ελλάδα το 1950 ήταν ένα κράτος υπό εξάρτηση μ΄ ένα πολιτικό κατεστημένο χαμηλών ικανοτήτων για την εποχή του, με επιχειρηματικό κόσμο όχι παραγωγικά δημιουργικό, αλλά ικανό μόνο για δοσοληψίες ( εργολαβίες) με το κράτος και έναν λαό απογοητευμένο, κουρασμένο και αδύναμο, μετά από τα τόσα χρόνια συγκρούσεων και την ήττα της αριστεράς.
Πέρασαν 60 χρόνια και είμαστε πάλι στην ίδια θέση. Αντί για Η.Π.Α. η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Δ.Ν.Τ. Αντί των κ.κ.Κλάιυ, Πιορυφόϋ κ.συν,. ο κ. Τόμσεν και συν. Και χρωστάμε, πιο πολλά απ’ ότι τ’ άλλα κράτη. Και μας ξεφωνίζουν οι ξένοι για την άδικη φορολόγηση, για την επιχειρηματική ελίτ και για την αντιπαραγωγική δομή μας. Και εμείς βλέπουμε τον έναν ( άντε τους 3-4 ) διεφθαρμένους πολιτικούς να προσάγονται στην δικαιοσύνη, για να ικανοποιηθεί το ρηθέν ότι το « μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο». Και Κύπρος πάλι αβοήθητη. Και η ανεργία φουντώνει, η φτώχεια εξαπλώνεται, το δημόσιο ανεπαρκή να εκτελέσει τις λειτουργίες του. Και συνεχίζουμε με φανατισμό να καταγγέλλουμε οι μεν τους δε. Και τρέχουμε στον βουλευτή να μας βολέψει, ανήθικοι μικροί άνθρωποι
Πως μπορεί να επαναλαμβάνεται η ιστορία με τόσο τραγική μονοτονία; Έχει μέλλον αυτό το κράτος, αυτός ο λαός ή είναι στο DNA του να μην βελτιωθεί καθόλου; Φταίει το πολιτικό σύστημα ή οι πολίτες είναι εθισμένοι να το οδηγούν σε αυτή την εξαθλίωση;
Χωρίς σοβαρή προετοιμασία, τουλάχιστον μίας αποφασισμένης και με κατάλληλη παιδεία μειοψηφίας, νομίζω ότι άδικα γίνεται η δημόσια συζήτηση. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Ούτε παραγωγικά, ούτε θεσμικά.