
Πασχαλινό γλέντι των ανίερων και ανόσιων.
Ανήμερα Πάσχα, αργά το απόγευμα περπατώ στα δρομάκια του Κάτω Χαλανδρίου, όπου ανενόχλητος από αυτοκίνητα και με εύχαρη γιορταστική διάθεση χαζεύω τους κήπους δεξιά και αριστερά. Κάποια στιγμή ένας θόρυβος που άκουγα, άρχισε να συγκεκριμενοποιείται, ήταν μουσική και μάλιστα με μπουζούκια. Κάποιοι συνεχίζουν το γλέντι του μεσημεριού, σκέφτομαι, πιθανόν πρόκειται για κάποια εκδήλωση του Δήμου, καθώς ο θόρυβος όσο πλησίαζα γινόταν πιο εκκωφαντικός. Χαρά στην όρεξη τους, σκέφτηκα και ολοένα πλησίαζα την πηγή της μουσικής και άκουγα καθαρότερα τις ιαχές των γλεντοκόπων.
Οδυνηρή, όμως, υπήρξε η αποκάλυψη του γλεντζέδικου σκηνικού. Μία παρέα 5-6 ανδρών και μίας γυναίκας, καθισμένοι σε πλαστικές καρέκλες, απομακρυσμένες από την πολύωρη παραμονή δεξιά και αριστερά από το μακρόστενο τραπέζι, κάτω από τη στέγη από Ελενίτ ενός υπαίθριου γκαράζ στον ελεύθερο χώρο μιας τριπλοκατοικίας, έπιναν και επαναλάμβαναν ουρλιάζοντας του στίχους που άκουγαν. Ένας λικνιζόταν όρθιος προσπαθώντας να ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού που με τέρμα την ένταση έβγαινε από δύο μεγάλα ηχεία.
“Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, Μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρ…δια” επαναλάμβανε ο βραχνός τραγουδιστής και οι γλεντζέδες . Απέναντι, στα 10- 20 βήματα έστεκε μεγαλοπρεπής η εκκλησία της γειτονιάς. Και γύρω -γύρω πολυκατοικίες, όπου οι διαμένοντες μάταια θα αναζητούσαν την ησυχία, που ίσως κάποιοι να την είχαν μεγάλη ανάγκη.
Ψιλά γράμματα αυτά για τους εν εκστασιασμό νεοέλληνες συμποσιαστές της αυλής. Αυτοί θεωρούν ότι κάτι το σημαντικό κάνουν. Και δεν μπορούν να σκεφτούν διαφορετικά γιατί από τη μια δεν έχουν δυνατότητες να νοιώσουν τους γύρω τους και από την άλλη έχουν μεγαλώσει με το μύθο του πόσο γλεντζές (έξω καρδιά) είναι ο Έλληνας, πόσο μελωδικές είναι οι μονότονες ανατολίτικες κακοηχίες του ρεμπέτικου των τεκέδων και πόσο κάργα μάγκας είσαι όταν μονότονα ουρλιάζεις συν-τραγουδώντας το φτωχό βρώμικο λεξιλόγιο των στίχων αυτών των “τραγουδιών”, προϊόν συνήθως κάποιου άγνωστου παραπονιάρη άνευ φαντασίας παράνομου χασικλή στιχουργού.
Υπάρχει ανάγκη να τελειώνουμε με την προβολή τέτοιων προτύπων και συμπεριφορών που με στοχοπροσήλωση επιβλήθηκαν από αντικοινωνικές μειοψηφίες (και από την παθητικότητα των πολλών). Είναι ανάγκη να αποπέμψουμε από το δημόσιο χώρο την επίδειξη της πνευματικής και ηθικής πτώσης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.
Να δώσουμε ένα τέρμα (με την ενεργή άρνηση μας) σ’ όλα τα “έθιμα από τον καιρό της τουρκοκρατίας”. Δεν είναι ανάταση ψυχής ο σαϊτοπόλεμος, οι μπαλωθιές, τα βαρελότα, το κάψιμο ή ο πυροβολισμός του Ιούδα, το δημόσιο σφάξιμο των αρνιών κ.ο.κ.

Δεν πρεσβεύω την απαγόρευση του να γλεντάει ο καθείς όπως θέλει. Απλά τραγούδια όπως αυτό που άκουσα ανήμερα Πάσχα, το “ μάγκες πιάστε τα γιοφύρια , μπάτσοι……..” μπορεί να ακούγονται ελεύθερα, αλλά εκεί που ανήκουν: στα υπόγεια καταγώγια, μακριά από εκεί που ζει, εργάζεται και διασκεδάζει η δημιουργικά ζώσα κοινωνία.
Υ.Γ.1. Όσο για τη σύνδεση του ρεμπέτικου με την jazz, σηκώνω τα χέρια ψηλά.
ΥΓ2 Δεν υπάρχει αμφιβολία πως επώνυμοι και ανώνυμοι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου έφτιαξαν μελωδικά και αξιόλογα τραγούδια. Αλλά τα τραγούδια της μαστούρας και των παρανόμων; Ε, όχι αυτά δεν υποφέρονται.