– Αυτή δεν μου άρεσε καθόλου. Είδες τι φόραγε; Δεν της πάνε.
Είναι 50 και κάτι εκατοστά, ζυγίζει 3 κιλά και 50 γραμμάρια, έχει μαζεμένα χέρια και πόδια που τα κουνά με απότομες κινήσεις. Ανοιγοκλείνει το στόμα της. Βγάζει ένα ευγενικό, λίγο παιχνιδιάρικο κλάμα. Μπήκε στη ζωή μας σήμερα το πρωί, στις 8.30 π.μ.
Το απόγευμα, ξαπλωμένη πάνω στο στήθος της μάνας της, σηκώνει το κεφάλι και κάνει σαν να να προσπαθεί να εντοπίσει ποιος της μιλά. Όταν η μάνα της με το δάκτυλο χαϊδεύει το μάγουλο της , είναι εμφανές το πόσο χαλαρώνει και φαίνεται σαν να λέει μέσα της: “καλά είμαστε”
– Τι μου λές τώρα; Είμαι εγώ για τέτοια;
Είναι ενδιαφέρον γύρω απ’ αυτό το ανθρωπάκι ( και άλλα παρόμοια που παρακολούθησα το πρωί) να μαζεύονται μεγάλοι άνθρωποι ( οι γονείς, οι παππούδες, οι γιαγιάδες και τα αδέλφια) και με βουρκωμένα μάτια χαρούμενα το παρατηρούν. Η απόλυτη εξουσία, η απόλυτη υποταγή. Ένα τόσο δα πραγματάκι γίνεται ό,τι πιο σημαντικό βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι. Μυστήρια πράγματα ( Ωραία, όμως, μυστήρια).
-Διώξτους όλους. Δεν είμαστε πιο καλά οι δύό μας;
Καλώς ήλθες λοιπόν Νικολέτα ( αν σ’ αυτό το όνομα καταλήξουν οι γονείς σου). Να είσαι καλότυχη με σταθερή και καλή περπατησιά σε αυτό το διάβα σου.
Σ’ευχαριστώ που μ’ έκανες παππού σου.